Πώς γίνεται η διάγνωση
Για την σωστή αξιολόγηση των αρρυθμιών χρησιμοποιούνται, ανάλογα με την περίπτωση, τόσο αναίμακτες (ηλεκτροκαρδιογράφημα, Holter ρυθμού, δοκιμασία κοπώσεως, υπερηχογράφημα και άλλες απεικονιστικές εξετάσεις καρδίας) όσο και ελάχιστα επεμβατικές διαγνωστικές μέθοδοι (εμφυτεύσιμο Holter, ηλεκτροφυσιολογική μελέτη).
Ψηλάφηση του σφυγμού: Ο πιο εύκολος τρόπος να εκτιμήσουμε άμεσα την ρυθμικότητα των καρδιακών παλμών είναι η ψηλάφηση του σφυγμού, συνηθέστερα στη θέση της κερκιδικής αρτηρίας. Είναι κάτι απλό που μπορεί να το κάνει και ο ίδιος ο άρρωστος. Μετρώντας τους παλμούς στη διάρκεια ενός λεπτού γνωρίζουμε την καρδιακή συχνότητα. Επιπλέον, μπορούμε να εκτιμήσουμε εάν οι παλμοί είναι ρυθμικοί, αν είναι άρρυθμοι ή αν η ρυθμικότητα διακόπτεται στιγμιαία από έκτακτες συστολές.
Ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ): Η εξέταση του ηλεκτροκαρδιογραφήματος, συμπληρώνοντας περισσότερο από έναν αιώνα ζωής, αποτελεί μέχρι και σήμερα ίσως το χρησιμότερο εργαλείο στη διάγνωση των αρρυθμιών. Στις περισσότερες περιπτώσεις η διάγνωση γίνεται μόνο απ’ αυτό. Είναι μάλιστα σημαντικό για αρρυθμίες που διαρκούν για λίγο, είναι όπως λέμε παροξυσμικές, να έχουμε λήψη του ΗΚΓ την ώρα που νιώθουμε την αρρυθμία και όχι εκ των υστέρων που θα έχει αποκατασταθεί ο φυσιολογικός ρυθμός και το ΗΚΓ μπορεί να μην μας δείξει παθολογικά ευρήματα.
Holter ρυθμού: Σε αντίθεση με το απλό ηλεκτροκαρδιογράφημα που καταγράφει τον καρδιακό ρυθμό για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, το Holter ρυθμού είναι μια μικρή συσκευή με μνήμη και καλώδια ηλεκτροκαρδιογραφήματος που φορώντας την για 1 ή για 2 εικοσιτετράωρα μπορεί να καταγράψει το ηλεκτροκαρδιογράφημα για όλο αυτό το διάστημα. Εδώ πρέπει να κάνουμε τη διάκριση από το Holter πίεσης που δεν καταγράφει τον καρδιακό ρυθμό, αλλά μόνο την αρτηριακή πίεση σε τακτά χρονικά διαστήματα. Αναλύοντας τις καταγραφές που παίρνουμε από το Holter ρυθμού μπορούμε να προσδιορίσουμε αν συνέβη κάποια αρρυθμία, το είδος της, το πόσο διήρκεσε και παράλληλα να εξετάσουμε αν σχετίζεται με τα συμπτώματα του ασθενούς. Πολλές φορές αναλύοντας το Holter ρυθμού μιας ημέρας μπορεί να βρούμε ήπιες διαταραχές, όπως σύντομα επεισόδια κολποκοιλιακού αποκλεισμού που μπορεί να μην προκάλεσαν κανένα σύμπτωμα στο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Όμως, συσχετίζοντάς τα με το κλινικό ιστορικό που μπορεί να ήταν πχ ένα επεισόδιο συγκοπής, μπορούμε να είμαστε πλέον πολύ πιο σίγουροι για την αιτία που το προκάλεσε.
Δοκιμασία κοπώσεως: Χρησιμοποιείται με σκοπό την ανάδυση αρρυθμιών που εμφανίζονται στην κόπωση. Επίσης, μπορεί να χρησιμεύσει για τον έλεγχο υποκείμενης στεφανιαίας νόσου που μπορεί να σχετίζεται με αρρυθμίες.
Υπερηχογράφημα καρδίας: Με το υπερηχογράφημα καρδίας, το γνωστό μας triplex, μπορούμε να έχουμε μια συνολική εικόνα της καρδιακής λειτουργίας και να αναδείξουμε αν υφίσταται πρόβλημα στον καρδιακό μυ ή της βαλβίδες της καρδιάς. Τέτοιου είδους προβλήματα μπορεί να αποτελούν την αιτία των αρρυθμιών.
Δοκιμασία ανακλήσεως: Είναι μία αναίμακτη εξέταση που χρησιμοποιείται στη διερεύνηση της αντανακλαστικής συγκοπής και μάλιστα της βαγοτονικής συγκοπής. Κατά τη δοκιμασία αυτή, ο ασθενής ξαπλώνει σε ένα κρεβάτι το οποίο τοποθετείται σε κλίση 70 μοιρών από το έδαφος. Στο σημείο αυτό παρακολουθείται η αρτηριακή πίεση και το ηλεκτροκαρδιογράφημα για περίπου 45 λεπτά. Μπορεί να χρησιμοποιηθούν διάφορα πρωτόκολλα με ή χωρίς χορήγηση φαρμακευτικών παραγόντων. Ο στόχος είναι η εκδήλωση του αντανακλαστικού της συγκοπής κατά την εξέταση και η καταγραφή του στο ηλεκτροκαρδιογράφημα και στη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης. Η θετική δοκιμασία ανακλήσεως δεν θέτει τη διάγνωση της βαγοτονικής συγκοπής αλλά αποτελεί επιπροσθέτως συνηγοριτικό στοιχείο.
Δείτε τις Επεμβατικές Εξετάσεις.