β-αποκλειστές

Οι β-αποκλειστές είναι φάρμακα που μπλοκάρουν τους αδρενεργικούς υποδοχείς στους οποίους επιδρούν οι ενδογενείς κατεχολαμίνες και κατά αυτό τον τρόπο έχουν αντίθετη δράση από τις κατεχολαμίνες. Εκτός από την αντιαρρυθμική τους δράση χρησιμοποιούνται επίσης και στην αρτηριακή υπέρταση, στη στεφανιαία νόσο και την καρδιακή ανεπάρκεια. Έχουν μεγαλύτερη επίδραση στα κύτταρα του φλεβοκόμβου και του κολποκοιλιακού κόμβου (βλ. ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς). Έτσι, επιδρώντας στον φλεβόκομβο μπορεί να κάνουν την καρδιακή συχνότητα πιο αργή και επιδρώντας στον κολποκοιλιακό κόμβο μπορεί να καθυστερούν την αγωγή από τους κόλπους στις κοιλιές, δηλαδή την κολποκοιλιακή αγωγή. Μία άλλη εξαιρετικά ευεργετική αντιαρρυθμική επίδραση των β-αποκλειστών είναι η πρόληψη του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια.

Οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενοι β-αποκλειστές για την καταστολή των αρρυθμιών είναι οι κάτωθι: μετοπρολολη καρβεδιλολη ατενολόλη προπρανολόλη βισοπρολόλη βηταξολόλη εσμολολη.

Η μετοπρολόλη, η ατενολόλη, η καρβεδιλολη, η τιμολολη και η προπρανολόλη μειώνουν τη συνολική θνητότητα και τον αιφνίδιο θάνατο μετά από έμφραγμα μυοκαρδίου.

Ενδείξεις

  • οι β-αποκλειστές χορηγούνται για πρόληψη υπερκοιλιακών ταχυκαρδιών, κοιλιακών ταχυκαρδιών, κολπικών και κοιλιακών εκτάκτων συστολών.
  • Χορηγούνται για ρύθμιση της συχνότητας επί κολπικής μαρμαρυγής ή κολπικού πτερυγισμού, που επιτυγχάνεται λόγω του μπλοκαρίσματος των πολλαπλών κολπικών ερεθισμάτων στον κολποκοιλιακό κόμβο.
  • Αντιμετώπιση αρρυθμιών που οφείλονται σε υπερθυρεοειδισμό ή φαιοχρωμοκύττωμα.

Ανεπιθύμητες ενέργειες

  • Μπορεί να προκαλέσουν υπόταση, βραδυκαρδία και κολποκοιλιακό αποκλεισμό.
  • Η απότομη διακοπή τους μπορεί να προκαλέσει αύξηση της βασικής καρδιακής συχνότητας ή ακόμα και να πυροδοτήσει καρδιαγγειακά προβλήματα όπως στηθάγχη ή και οξύ στεφανιαίο επεισόδιο σε προϋπάρχουσα στεφανιαία νόσο.
  • Επιδείνωση άσθματος ή χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας.
  • Φαινόμενο Raynaud (Ρεϊνό) (κρύα άκρα λόγω παρατεταμένης αγγειοσύσπασης).
  • Αυξημένο κίνδυνο για υπογλυκαιμία σε ινσουλινοεξαρτώμενους διαβητικούς ασθενείς.
  • Εύκολη κόπωση, διαλείπουσα χωλότητα.
  • Μείωση λίμπιντο.

Διαβάστε περαιτέρω :

2017-05-18T13:18:36+00:00