Ηλεκτροφυσιολογική μελέτη

Τι είναι;

Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη ή ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος είναι μία ελάχιστα επεμβατική εξέταση, που σκοπό έχει να μελετήσει την λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος της καρδιάς, να κάνει ακριβή διάγνωση των αρρυθμιών ή να εκτιμήσει τον κίνδυνο που έχει ένας ασθενής να εμφανίσει μελλοντικά κακοήθεις αρρυθμίες.

Πώς γίνεται;

Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη γίνεται σε νοσοκομεία που διαθέτουν  αιμοδυναμικό και ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο. Απαιτείται μόνο τοπική αναισθησία για να γίνουν οι απλές παρακεντήσεις στις μηριαίες φλέβες που βρίσκονται στα άνω όρια των μηρών. Δια μέσου αυτών των παρακεντήσεων εισάγονται στο φλεβικό δίκτυο οι διαγνωστικοί καθετήρες (λεπτά εύκαμπτα καλώδια) και οδηγούνται στο εσωτερικό της καρδιάς. Καθένας απ’ αυτούς τους καθετήρες τοποθετείται σε ειδικές θέσεις, πχ στον δεξιό κόλπο, στη δεξιά κοιλία, στο σημείο απ’ όπου διέρχεται το δεμάτιο του His (βλ. ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς) και εντός του στεφανιαίου κόλπου, μιας καρδιακής φλέβας που βρίσκεται ανάμεσα στον αριστερό κόλπο και την αριστερή κοιλία. Οι καθετήρες, αφού τοποθετηθούν στα σημεία αυτά, συνδέονται με το καταγραφικό σύστημα με την βοήθεια του οποίου μπορούμε να καταγράφουμε την ηλεκτρική δραστηριότητα από κάθε θέση. Μ’ αυτόν τον τρόπο ελέγχουμε τη λειτουργία του συστήματος παραγωγής και αγωγής (διάδοσης) των καρδιακών ηλεκτρικών ερεθισμάτων. 

Συνήθως, η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη έχει διάρκεια 15-30 λεπτά, ωστόσο, εάν συνδυάζεται με κατάλυση, η διάρκειά της κάποιες φορές μπορεί να παραταθεί, λόγω της προσπάθειας διάγνωσης και χαρτογράφησης της αρρυθμίας για την ανεύρεση της βέλτιστης θέσης κατάλυσης.

Που χρησιμεύει;

Η ανάδειξη παθολογικών ευρημάτων σε ασθενείς πχ με λιποθυμικά επεισόδια ή συγκοπή μπορεί συνηγορήσει στην απόφαση για εμφύτευση βηματοδότη. Μπορούμε ακόμα, στο ελεγχόμενο περιβάλλον του εργαστηρίου να προκαλέσουμε την ταχυκαρδία  του ασθενούς. Αυτό γίνεται δίνοντας μικρά και κατάλληλα χρονισμένα ηλεκτρικά ερεθίσματα. Έτσι μπορούμε να εξακριβώσουμε το μηχανισμό της ταχυκαρδίας και την εστία προέλευσής τους, στοιχεία που θα οδηγήσουν εν συνεχεία στην θεραπεία της. Σε κάποιες περιπτώσεις η πρόκληση κακοήθων κοιλιακών ταχυαρρυθμιών μπορεί να οδηγήσει στην απόφαση για εμφύτευση απινιδωτικών συστημάτων.

Ηλεκτροφυσιολογική μελέτη και θεραπεία με κατάλυση (ablation)

Όταν ο ασθενής εισάγετε στο ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο για αντιμετώπιση μιας ταχυκαρδίας με κατάλυση, η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη είναι η πρώτη φάση της διαδικασίας, στην οποία θα γίνει η ακριβής διάγνωση της ταχυκαρδίας ώστε στη συνέχεια να στοχευθεί η κατάλληλη θεραπεία. Συνήθως η θεραπεία με κατάλυση γίνεται στον ίδιο χρόνο με την ηλεκτροφυσιολογική μελέτη, καθώς η όλη διαδικασία για τον ασθενή είναι η ίδια. Η διενέργεια της κατάλυσης σε δεύτερο χρόνο αυξάνει την ταλαιπωρία του ασθενούς, το κόστος της όλης διαδικασίας και πιθανόν είναι ενδεικτική ελλιπούς οργάνωσης ή και εμπειρίας του εργαστηρίου. Σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, ωστόσο, μπορεί να απαιτηθεί η αναβολή της θεραπείας με κατάλυση και η διενέργειά της σε δεύτερο χρόνο. Εάν, επί παραδείγματι, η διάγνωση δείξει ότι η εστία της αρρυθμίας βρίσκεται κοντά στο δεμάτιο του His με υψηλό κίνδυνο πρόκλησης κολποκοιλιακού αποκλεισμού με την κατάλυση, μπορεί να κριθεί προτιμητέα η ακολούθηση συντηρητικής αγωγής για κάποιο διάστημα και η εν συνεχεία καταφυγή στην κατάλυση.

Εκτίμηση κινδύνου μελλοντικών αρρυθμικών συμβάντων με την ηλεκτροφυσιολογική μελέτη.

Υπάρχουν κατηγορίες ασθενών, οπως π.χ. οι ασθενείς με παλαιό έμφραγμα μυοκαρδίου και χαμηλό κλάσμα εξώθησης της αριστερής κοιλίας (<40%), στους οποίους η πρόκληση κάποιας κακοήθους κοιλιακής ταχυκαρδίας κατά την ηλεκτροφυσιολογική μελέτη, μπορεί να σημαίνει υψηλότερο κίνδυνο για εμφάνιση τέτοιου είδους αρρυθμικών συμβάντων στο μέλλον. Οι ασθενείς αυτοί πιθανόν ωφελούνται από την εμφύτευση απινιδωτή, ακριβώς γιατί σώζονται με την άμεση θεραπεία από τον απινιδωτή. Σε αυτές τις περιπτώσεις η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη χρησιμοποιείται ως εργαλείο διαστρωμάτωσης κινδύνου για μελλοντική  εμφάνιση επικίνδυνων αρρυθμιών που μπορεί να οδηγήσουν ακόμα και σε αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Άλλες κατηγορίες ασθενών που πιθανόν πρέπει να διερευνώνται με αυτή τη διαδικασία είναι ασθενείς με αρρυθμιογόνο μυοκαρδιοπάθεια της δεξιάς κοιλίας, σύνδρομο Βrugada, διατατική μυοκαρδιοπάθεια.

Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη για την αναγκαιότητα εμφύτευσης βηματοδότη

Συνήθως, η αναγκαιότητα εμφύτευσης βηματοδότη κρίνεται από κλινικά στοιχεία και καταγραφές ηλεκτροκαρδιογραφήματος. Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη σπανίως απαιτείται.  Ωστόσο, σε μερικές περιπτώσεις που η διάγνωση με τον διενεργειθέντα έλεγχο δεν είναι σαφής, η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη μπορεί να δείξει ευρήματα που να συνηγορούν ή όχι στην εμφύτευση βηματοδότη. Μία τέτοια κατηγορία ασθενών είναι π.χ. ασθενείς με υποτροπιάζουσα συγκοπή, στους οποίους δεν υπάρχει μία έκδηλη διαταραχή στο ερεθισματαγωγό σύστημα που να έχει φανεί από το ηλεκτροκαρδιογράφημα ή το Ηolter ρυθμού.

Μπορεί να υπάρχουν επιπλοκές;

Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη είναι μία ιδιαίτερα ασφαλής εξέταση σε έμπειρα κέντρα.  Εάν ο ασθενής έχει ένδειξη και η εξέταση γίνεται για χρήσιμο διαγνωστικό σκοπό, ουσιαστικά, δεν υπάρχει κίνδυνος.

Ποιος είναι ο χρόνος παραμονής στο νοσοκομείο;

Συνήθως απαιτείται νοσηλεία μιας ημέρας, όμως, σε κάποιες περιπτώσεις ο ασθενής μπορεί να  εξέλθει και αυθημερόν.

2020-05-26T02:28:05+00:00