Η εμφύτευση των συμβατικών βηματοδοτών απαιτεί μία μικρή χειρουργική επέμβαση, με τομή περίπου 5 εκατοστών που γίνεται στην περιοχή κάτω από την κλείδα. Ο βηματοδότης αποτελείται από τη συσκευή και τα ηλεκτρόδια (καλώδια). Η συσκευή τοποθετείται στο υποδόριο, ενώ τα ηλεκτρόδια εισάγονται μέσα από την υποκλείδιο φλέβα και οδηγούνται στο εσωτερικό της καρδιάς. Τα βηματοδοτικά ηλεκτρόδια εμφυτεύονται δια βίου, ενώ οι συσκευές αντικαθίσταται χειρουργικά μετά την εξάντληση της μπαταρίας τους (συνήθως κάθε 8-15 χρόνια). Κατά τη μακροχρόνια παραμονή των υλικών αυτών στο εσωτερικό των αγγείων και της καρδιάς μπορεί να δημιουργηθούν προβλήματα όπως δυσλειτουργίες των ηλεκτροδίων, οπότε πρέπει να προστεθούν νέα ή λοιμώξεις, οπότε πρέπει να αφαιρεθεί όλο το σύστημα. Η προσθήκη νέων ηλεκτροδίων είναι προβληματική διότι μπορεί να δημιουργήσει δυσκολία στην απορροή του αίματος και στη λειτουργία της τριγλώχινας βαλβίδας. Από την άλλη μεριά, η αφαίρεση των ηλεκτροδίων από την καρδιά είναι μία δύσκολη, τεχνικά απαιτητική και σε κάποιο βαθμό επικίνδυνη διαδικασία, καθώς τα ηλεκτρόδια δημιουργούν συμφύσεις σε κάθε σημείο επαφής τους με το καρδιαγγειακό σύστημα.
Τις δυσκολίες αυτές τις ξεπερνούν οι σύγχρονοι βηματοδότες χωρίς ηλεκτρόδια. Πρόκειται για μικροσκοπικές κυλινδρικές συσκευές που εμφυτεύονται στη δεξιά κοιλία χρησιμοποιώντας σαν οδό προσπέλασης μία μόνο απλή παρακέντηση της μηριαίας φλέβας.
Ουσιαστικά, οι βηματοδότες χωρίς ηλεκτρόδια αποτελούνται από μία και μόνο συσκευή, η οποία περιλαμβάνει τη γεννήτρια με τα ηλεκτρονικά κυκλώματα και μπορεί η ίδια να δίνει τα ηλεκτρικά ερεθίσματα για την δημιουργία της καρδιακής συστολής. Η διαδικασία εμφύτευσης της είναι εξαιρετικά ασφαλής και απλή, καθώς γίνεται με μία απλή παρακέντηση στη μηριαία φλέβα από την οποία εισάγετε ένα πηδαλιουχούμενο θηκάρι δια μέσω του οποίου προωθείται και τοποθετείται ο βηματοδότης μέσα στη δεξιά κοιλία (βλ. video). Η διάρκεια ζωής της μπαταρίας του βηματοδότη είναι περίπου 10 χρόνια και μετά την εξάντλησή της, η συσκευή μπορεί να αφαιρεθεί ή να παραμείνει και να εμφυτευθεί νεα σε γειτονική θέση.
Μέχρι το 2020 οι βηματοδότες χωρίς ηλεκτρόδια δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν την συγχρονισμένη λειτουργία των κόλπων και κοιλιών της καρδιάς και είχαν πολύ περιορισμένες ενδείξεις, π.χ. για περιπτώσεις χρόνιας κολπικής μαρμαρυγής. Έτσι, ήταν ακατάλληλοι για την πλειονότητα των περιπτώσεων που απαιτούνταν βηματοδότηση. Από το 2020 και μετά είναι διαθέσιμες συσκευές που μπορεί να υποστηρίζουν τον κολποκοιλιακό συγχρονισμό. Οι συσκευές αυτές έχουν ακριβώς το ίδιο μέγεθος με τις προηγούμενες, όμως έχουν μία επιπλέον λειτουργία. Μπορούν να αισθάνονται την συστολή των κόλπων της καρδιάς και να μεταφέρουν το ερέθισμα στο επίπεδο των κοιλιών. Έτσι εξασφαλίζουν τον κολποκοιλιακό συγχρονισμό και είναι κατάλληλοι για τις περιπτώσεις κολποκοιλιακού αποκλεισμού. Αντίθετα για περιπτώσεις που είναι προβληματική η παραγωγή του καρδιακού παλμού από τους κόλπους, όπως στο σύνδρομο νοσούντος φλεβοκόμβου, εκεί οι βηματοδότες χωρίς ηλεκτρόδια δεν μπορούν να βοηθήσουν.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι ακόμα βρισκόμαστε στα αρχικά στάδια μιας διαρκώς εξελισσόμενης τεχνολογίας που στο μέλλον αναμένουμε να προσφέρει αποτελεσματικές λύσεις στην ολοκληρωμένη κάλυψη της καρδιακής βηματοδότησης.
Κάποιες από τις μελλοντικές προοπτικές που αναμένονται είναι οι κάτωθι:
- Διεστιακοί βηματοδότες χωρίς ηλεκτρόδια
Υποστήριξη της κολπικής βηματοδότησης, όπυς θα εμφυτεύονται δύο συσκευές: μία στο δεξιό κόλπο και μία στη δεξιά κοιλία, όπως γίνεται τώρα με τα ηλεκτρόδια των συμβατικών διεστιακών βηματοδοτών. Οι δύο αυτές συσκευές θα πρέπει να συνεργάζονται για να εξασφαλίζεται ο συγχρονισμός μεταξύ κόλπων και κοιλιών.
- Αμφικοιλιακή βηματοδότηση
Η επιλεκτική τοποθέτηση μιας, τέτοιου είδους, βηματοδοτικής συσκευής, χωρίς ηλεκτρόδια, στο επιθυμητό σημείο της χρονικής καθυστέρησης στην αριστερή κοιλία θα λύσει πολλά προβλήματα στη συμβατική θεραπεία καρδιακού επανασυγχρονισμού
- Βηματοδότηση του ερεθισματαγωγού συστήματος
Επιλεκτική τοποθέτηση των βηματοδοτών χωρίς ηλεκτρόδια στο ίδιο το σύστημα της καρδιάς που μεταφέρει το ηλεκτρικό ερέθισμα, ώστε να επιτυγχάνεται κατά το δυνατόν μίμηση της φυσιολογικής καρδιακής συστολής.
- Συνδυασμός με υποδόριο απινιδωτή
Ο συνδυασμός βηματοδοτών χωρίς ηλεκτρόδια με υποδόριο απινιδωτή μπορεί να υπερκεράσει το πρόβλημα του τελευταίου για αδυναμία βηματοδότησης, χωρίς να καταργεί το πλεονέκτημα της μη ενδαγγειακής παρέμβασης.